- βούλιμος
- βούλιμος, ο (Α)η βουλιμία.[ΕΤΥΜΟΛ. < (επιτατικό) βου- < βους (πρβλ. βούβρωστις, βούπεινα) + λιμός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βούλιμος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουλίμοις — βούλιμος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουλίμου — βούλιμος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουλίμῳ — βούλιμος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βούλιμοι — βούλιμος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βούλιμον — βούλιμος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Bulimia — (Del gr. bulimia < bulimos, que tiene mucha hambre < bus, buey + limos, hambre.) ► sustantivo femenino MEDICINA Enfermedad que consiste en padecer un hambre insaciable. * * * bulimia (del gr. «boulimía») f. Med. Necesidad insaciable de… … Enciclopedia Universal
βουλιμία — η (AM βουλιμία) [βούλιμος] ακόρεστη πείνα, αδηφαγία … Dictionary of Greek
βουλιμιώδης — και βουλιμώδης, ες (Α) πεινασμένος, αχόρταγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βούλιμος ή < βουλιμία] … Dictionary of Greek
βούβρωστις — βούβρωστις, η (Α) 1. μεγάλη πείνα, βουλιμία 2. αθλιότητα, μεγάλη ανάγκη. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. βούβρωστις, ήδη ομηρική, ερμηνεύθηκε ως «αθλιότητα», ενώ ένας απ τους σχολιαστές τη θεώρησε ταυτόσημη προς το οίστρος «αλογόμυγα». Σε απόσπασμα όμως του… … Dictionary of Greek